- πολυδέγμων
- -ον, Α1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά3. ως κύριο όν. Πολυδέγμωνπροσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].
Dictionary of Greek. 2013.