πολυδέγμων

πολυδέγμων
-ον, Α
1. αυτός που δέχεται πολλούς ή πολλά
2. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς ή πολλά
3. ως κύριο όν. Πολυδέγμων
προσωνυμία τού θεού Άδη, επειδή δεχόταν πολλούς θνητούς, αλλ. Πολυδέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεο-δέγμων, νεκρο-δέγμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυδέγμων — containing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полидегмон —    • Πολυδέγμων,          см. Άιδης, Аид …   Реальный словарь классических древностей

  • πολυδέγμονος — πολυδέγμων containing gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПОЛИДАМАС, ПОЛИДАМАНТ — •Polydămas, Πολυδάμας, 1) сын Панфоя и Фронтиды, храбрый троянский герой и вместе прорицатель, который отличался красноречием и благоразумием и суждения которого больше всего боялся друг его… …   Реальный словарь классических древностей

  • πολυδέκτης — ὁ, Α πολυδέγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. χρυσο δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • χύτλον — τὸ, Α 1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό 2. στον πληθ. τὰ χύτλα το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.) 3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”